- συμφεροντολογικός
- η , ό[ν] корыстолюбивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφεροντολογικός — ή, ό, Ν [συμφεροντολόγος] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο. επίρρ... συμφεροντολογικά με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος … Dictionary of Greek
συμφεροντολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομπίνα — η 1. συμφεροντολογικός συνδυασμός, κόλπο που γίνεται με σκοπό το συμφέρον ή το κέρδος 2. τα σχέδια που καταστρώνονται γι αυτόν τον σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combine, συντετμημένος τ. τού combinaison «συνδυασμός»] … Dictionary of Greek
κομπίνα — η (λ. γαλλ.) 1. αρμονικός ή συμφεροντολογικός συνδυασμός. 2. καταστρωμένα σχέδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)