συμφεροντολογικός

συμφεροντολογικός
η , ό[ν] корыстолюбивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συμφεροντολογικός" в других словарях:

  • συμφεροντολογικός — ή, ό, Ν [συμφεροντολόγος] αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον συμφεροντολόγο. επίρρ... συμφεροντολογικά με τον τρόπο που ταιριάζει στον συμφεροντολόγο, με επιδίωξη μόνο τού προσωπικού συμφέροντος …   Dictionary of Greek

  • συμφεροντολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που κινείται από συμφεροντολογία: Ενεργεί συμφεροντολογικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομπίνα — η 1. συμφεροντολογικός συνδυασμός, κόλπο που γίνεται με σκοπό το συμφέρον ή το κέρδος 2. τα σχέδια που καταστρώνονται γι αυτόν τον σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. combine, συντετμημένος τ. τού combinaison «συνδυασμός»] …   Dictionary of Greek

  • κομπίνα — η (λ. γαλλ.) 1. αρμονικός ή συμφεροντολογικός συνδυασμός. 2. καταστρωμένα σχέδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»